- ἐπιόρκησα
- ἐπιορκέωswear falselyaor ind act 1st sg (homeric ionic)ἐπϊόρκησα , ἐπιορκέωswear falselyaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιορκήσας — ἐπιορκήσᾱς , ἐπιορκέω swear falsely aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπϊορκήσᾱς , ἐπιορκέω swear falsely aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιορκήσασα — ἐπιορκήσᾱσα , ἐπιορκέω swear falsely aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπϊορκήσᾱσα , ἐπιορκέω swear falsely aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιορκήσασαν — ἐπιορκήσᾱσαν , ἐπιορκέω swear falsely aor part act fem acc sg (attic epic ionic) ἐπϊορκήσᾱσαν , ἐπιορκέω swear falsely aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιορκήσασι — ἐπιορκήσᾱσι , ἐπιορκέω swear falsely aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) ἐπϊορκήσᾱσι , ἐπιορκέω swear falsely aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιορκήσασιν — ἐπιορκήσᾱσιν , ἐπιορκέω swear falsely aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) ἐπϊορκήσᾱσιν , ἐπιορκέω swear falsely aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιορκώ — επιόρκησα, αμτβ., πατώ τον όρκο μου, αθετώ ό,τι υποσχέθηκα με όρκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)